Ἄδραστος

Ἄδραστος
Ἄδραστος king of Argos and Sikyon, son of Talaos.
1

αἶνος ὃν Ἄδραστος ποτἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13

ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως.P. 8.51 πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (τουτέστι πρὶν τὰ Νέμεα τεθῆναι. Σ.) N. 8.51 ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσώπου ῥεέθροις (ἀνατίθησι γὰρ τὴν τῶν Πυθίων θέσιν ἐν Σικυῶνι Ἀδράστῳ, ποιητικὴν ἄγων ἄδειαν, Κλεισθένους αὐτὰ διαθέντος. Σ.) N. 9.9

πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12

ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον (sc. Θήβα.) I. 7.10

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἄδραστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδραστος — not running away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …   Dictionary of Greek

  • ἄδραστον — ἄδραστος not running away masc/fem acc sg ἄδραστος not running away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδρηστον — ἄδραστος not running away masc/fem acc sg (ionic) ἄδραστος not running away neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АДРАСТ —    • Άδραστος,          Adrastus,        1. царь аргосский, сын Талая и Лисимахи, внук Бианта из эолического рода Амифаона. Изгнанный из Аргоса Амфиараем, бежал к своему деду Полибу в Сикион, где и сделался царем. Hdt. 5, 67. Find. пет. 9, 14.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀδράστοιο — Ἄδραστος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδράστοιο — ἄδραστος not running away masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδράστου — Ἄδραστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδράστου — ἄδραστος not running away masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδράστους — Ἄδραστος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”